- απληροφόρητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν πήρε πληροφορία για κάτι: Ως τη μέρα εκείνη τον είχαν αφήσει απληροφόρητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απληροφόρητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πληροφορίες για κάτι, ανενημέρωτος 2. αυτός που αγνοεί κάτι, άσχετος, ξένος προς το θέμα … Dictionary of Greek
άπυστος — ἄπυστος, ον (Α) [πυστός] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι 2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί 3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
αΐστωρ — ἀΐστωρ ( ορος), ο (Α) αυτός που αγνοεί κάτι, άπειρος, απληροφόρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴστωρ*] … Dictionary of Greek
αγεωγράφητος — η, ο [γεωγραφώ] 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία, που δεν έχει γεωγραφικές γνώσεις 2. (για χώρες) αυτός που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά 3. ακατατόπιστος, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
αδίδακτος — η, ο (Α ἀδίδακτος, ον) [διδάσκω] 1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής 2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τόν δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο») 3. ο αμαθής αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι 2. που… … Dictionary of Greek
αδιαφώτιστος — η, ο [διαφωτίζω] 1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος 2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε … Dictionary of Greek
ανίδεος — η, ο (Μ ἀνίδεος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν ένα πράμα» παροιμία) 2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης 3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος,… … Dictionary of Greek
ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
απευθής — ἀπευθής, ές (Α) [πυνθάνομαι] 1. αυτός που δεν έχει μαθευτεί, ανήκουστος, άγνωστος 2. απληροφόρητος, ακατατόπιστος … Dictionary of Greek
αφώτιστος — η, ο (AM ἀφώτιστος, ον) 1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής 2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος 3. αβάφτιστος … Dictionary of Greek